- κακοπαθητικός
- κᾰκοπαθ-ητικός, ή, όν,A miserable, Arist.EE 1221a31.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κακοπαθητικός — κακοπαθητικός, ή, όν (Α) [κακοπαθώ] δυστυχής, άθλιος, κακόμοιρος … Dictionary of Greek
κακοπαθητικός — miserable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπαθητικώτερον — κακοπαθητικός miserable adverbial comp κακοπαθητικός miserable masc acc comp sg κακοπαθητικός miserable neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπαθητικοί — κακοπαθητικός miserable masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπαθητικήν — κακοπαθητικός miserable fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)